εκτεινόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
εκτεινόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εκτείνω
- ↪ ... αξονική τομογραφία της οποίας το πόρισμα αναφερόταν σε ευμέγεθες μόρφωμα εκτεινόμενο...
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτεινόμενος