εκφορτωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκφορτωμένος η εκφορτωμένη το εκφορτωμένο
      γενική του εκφορτωμένου της εκφορτωμένης του εκφορτωμένου
    αιτιατική τον εκφορτωμένο την εκφορτωμένη το εκφορτωμένο
     κλητική εκφορτωμένε εκφορτωμένη εκφορτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκφορτωμένοι οι εκφορτωμένες τα εκφορτωμένα
      γενική των εκφορτωμένων των εκφορτωμένων των εκφορτωμένων
    αιτιατική τους εκφορτωμένους τις εκφορτωμένες τα εκφορτωμένα
     κλητική εκφορτωμένοι εκφορτωμένες εκφορτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφορτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκφορτώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

εκφορτωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκφορτώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]