εκχωματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκχωματισμός < εκχωματίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκχωματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκχωματίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκχωματίζω και χώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκχωματισμός
|