εμπειρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εμπειρικός < αρχαία ελληνική ἐμπειρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εμπειρικός -ή -ό
- που προκύπτει από την εμπειρία
- εμπειρική γνώση
- που εξασκεί μία τέχνη ή επάγγελμα βασιζόμενος στην εμπειρία και όχι σε επιστημονική γνώση
- εμπειρικός γιατρός