εναγκαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναγκαλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναγκαλίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εναγκαλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εναγκαλίζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναγκαλισμένος
|