ενδοξότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοξότητα < ελληνιστική κοινή ἐνδοξότης < αρχαία ελληνική ἔνδοξος < ἐν + δόξα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ðoˈkso.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐ξό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδοξότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοξότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)