ενδοσυζυγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοσυζυγικός, -ή, -ό
- που αφορά τους συζύγους, την μεταξύ τους ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοσυζυγικός
|