ενηλικιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενηλικιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενηλικιώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ενηλικιωμένος, -η, -ο
- που έχει ενηλικιωθεί.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενηλικιωμένος
|