εννοιολογικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εννοιολογικοποίηση οι εννοιολογικοποιήσεις
      γενική της εννοιολογικοποίησης* των εννοιολογικοποιήσεων
    αιτιατική την εννοιολογικοποίηση τις εννοιολογικοποιήσεις
     κλητική εννοιολογικοποίηση εννοιολογικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εννοιολογικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εννοιολογικοποίηση < έννοια + -ο- + λογικός + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conceptualization)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εννοιολογικοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]