ενορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐνορία, Ενορία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενορία οι ενορίες
      γενική της ενορίας των ενοριών
    αιτιατική την ενορία τις ενορίες
     κλητική ενορία ενορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνορία[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενορία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]