ενσωματούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ενσωματούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενσωματώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσωματούμενος
|
ενσωματούμενος
|