ενταφιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενταφιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ενταφιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ενταφιασμένος, -η, -ο
- που έχει ενταφιαστεί