εντεψίζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεψίζικος η εντεψίζικη το εντεψίζικο
      γενική του εντεψίζικου της εντεψίζικης του εντεψίζικου
    αιτιατική τον εντεψίζικο την εντεψίζικη το εντεψίζικο
     κλητική εντεψίζικε εντεψίζικη εντεψίζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεψίζικοι οι εντεψίζικες τα εντεψίζικα
      γενική των εντεψίζικων των εντεψίζικων των εντεψίζικων
    αιτιατική τους εντεψίζικους τις εντεψίζικες τα εντεψίζικα
     κλητική εντεψίζικοι εντεψίζικες εντεψίζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντεψίζικος < εντεψίζ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

εντεψίζικος, -η, -ο (επίρρημα: εντεψίζικα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]