εξομολογητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kso.mo.lo.ʝiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐μο‐λο‐γη‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξομολογητής αρσενικό
- (χριστιανισμός) ο ιερέας που τελεί το μυστήριο της εξομολόγησης
- οποιοσδήποτε παροτρύνει κάποιον να του αποκαλύψει τις σκέψεις του ή προσωπικά του μυστικά για να ανακουφιστεί