εξτρεμαδουρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξτρεμαδουρικός < Εξτρεμαδούρα
Επίθετο[επεξεργασία]
εξτρεμαδουρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την Εξτρεμαδούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξτρεμαδουρικός
|