εξτρεμαδουρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξτρεμαδουρικός η εξτρεμαδουρική το εξτρεμαδουρικό
      γενική του εξτρεμαδουρικού της εξτρεμαδουρικής του εξτρεμαδουρικού
    αιτιατική τον εξτρεμαδουρικό την εξτρεμαδουρική το εξτρεμαδουρικό
     κλητική εξτρεμαδουρικέ εξτρεμαδουρική εξτρεμαδουρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξτρεμαδουρικοί οι εξτρεμαδουρικές τα εξτρεμαδουρικά
      γενική των εξτρεμαδουρικών των εξτρεμαδουρικών των εξτρεμαδουρικών
    αιτιατική τους εξτρεμαδουρικούς τις εξτρεμαδουρικές τα εξτρεμαδουρικά
     κλητική εξτρεμαδουρικοί εξτρεμαδουρικές εξτρεμαδουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξτρεμαδουρικός < Εξτρεμαδούρα

Επίθετο[επεξεργασία]

εξτρεμαδουρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]