εξωλογιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωλογιστικός < εξω- + λογιστικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωλογιστικός, -ή, -ό
- (λογιστική) που δεν προκύπτει από λογιστικό υπολογισμό
- ※ Μια σημαντική απόφαση για το πότε θα πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος φορολογουμένων και πότε εξωλογιστικός προσδιορισμός εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ: Πότε πρέπει να γίνεται λογιστικός προσδιορισμός εισοδημάτων, insider.gr, 11-07-2017 [1])
Παράγωγα[επεξεργασία]
- εξωλογιστικώς (λόγιο επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωλογιστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξω- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)