επαγώγιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαγώγιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επαγώγιμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαγώγιμο ουδέτερο
- συσκευή ή τμήμα μηχανής όπου μπορεί να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα εξ επαγωγής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαγώγιμο
|