επασφαλιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επασφαλιστήριο | τα | επασφαλιστήρια |
γενική | του | επασφαλιστήριου & επασφαλιστηρίου |
των | επασφαλιστήριων & επασφαλιστηρίων |
αιτιατική | το | επασφαλιστήριο | τα | επασφαλιστήρια |
κλητική | επασφαλιστήριο | επασφαλιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επασφαλιστήριο < επ- + ασφαλιστήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επασφαλιστήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) (οικονομία) (ναυτικός όρος) ασφαλιστήριο συμβόλαιο που συμπληρώνει ή τροποποιεί εν μέρει προηγούμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επασφαλιστήριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)