επείσακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επείσακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
επείσακτος, -η, -ο
- ο ξενολάτρης, ξενομανής, που θαυμάζει το ξένο ως καλύτερο του εγχώριου
- ο ξενόφερτος, ο ξενοφερμένος, αυτός που εισάγεται
- η ποπ μουσική με αγγλική στιχομυθία είναι μια επείσακτη μορφή πολιτισμού, σημάδι της αμερικανικής πολιτισμικής κυριαρχίας απορρέουσα της παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής πρωτοκαθεδρίας τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επείσακτος
|