επιβήτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιβήτορας < αρχαία ελληνική ἐπιβήτωρ < αρχαία ελληνική ἐπιβαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈvi.to.ɾas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιβήτορας αρσενικό
- αρσενικό ζώο, κυρίως άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή
- (ειρωνικά) ο άνδρας που έχει έντονη σεξουαλική ζωή με πολλές ερωτικές συντρόφους και καυχιέται για αυτό
- (μεταφορικά) το άτομο που έχει καταλάβει ένα αξίωμα με αθέμιτα μέσα