επιδιόρθωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδιόρθωμα < επιδιορθώ(νω) + -μα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈði̯oɾ.θo.ma/ & /e.piˈðʝoɾ.θo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δι‐όρ‐θω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδιόρθωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδιόρθωμα
|