επικοινώνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικοινώνηση οι επικοινωνήσεις
      γενική της επικοινώνησης των επικοινωνήσεων
    αιτιατική την επικοινώνηση τις επικοινωνήσεις
     κλητική επικοινώνηση επικοινωνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικοινώνηση < επικοινωνώ (μεταβατικό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επικοινώνηση θηλυκό

  • ανακοίνωση, κοινοποίηση ή μετάδοση μιας ιδέας, ενός μηνύματος κτλ.
επικοινώνηση της επιστήμης, επικοινώνηση των οικονομικών μεγεθών, επικοινώνηση ιατρικών θεμάτων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]