επιλαμβανόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επιλαμβανόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επιλαμβάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιλαμβανόμενος
|
επιλαμβανόμενος
|