επιμετρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμετρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
επιμετρημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιμετρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμετρημένος
|