επιμετρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμετρημένος η επιμετρημένη το επιμετρημένο
      γενική του επιμετρημένου της επιμετρημένης του επιμετρημένου
    αιτιατική τον επιμετρημένο την επιμετρημένη το επιμετρημένο
     κλητική επιμετρημένε επιμετρημένη επιμετρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμετρημένοι οι επιμετρημένες τα επιμετρημένα
      γενική των επιμετρημένων των επιμετρημένων των επιμετρημένων
    αιτιατική τους επιμετρημένους τις επιμετρημένες τα επιμετρημένα
     κλητική επιμετρημένοι επιμετρημένες επιμετρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιμετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμετρώ

Μετοχή[επεξεργασία]

επιμετρημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επιμετρώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]