επιταχυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιταχυντικός η επιταχυντική το επιταχυντικό
      γενική του επιταχυντικού της επιταχυντικής του επιταχυντικού
    αιτιατική τον επιταχυντικό την επιταχυντική το επιταχυντικό
     κλητική επιταχυντικέ επιταχυντική επιταχυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιταχυντικοί οι επιταχυντικές τα επιταχυντικά
      γενική των επιταχυντικών των επιταχυντικών των επιταχυντικών
    αιτιατική τους επιταχυντικούς τις επιταχυντικές τα επιταχυντικά
     κλητική επιταχυντικοί επιταχυντικές επιταχυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιταχυντικός < επιταχύνω

Επίθετο[επεξεργασία]

επιταχυντικός

  1. Αυτός που αυξάνει την ταχύτητα, που δημιουργεί επιτάχυνση.
  2. (φυσική) για φυσική δύναμη που μόνο ως επιταχυντική αποκτά υπόσταση (πχ. βαρύτητα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]