επιχαλκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχαλκώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
επιχαλκωμένος, -η, -ο
- που έχει επιχαλκωθεί, που έχει επιστρωθεί με χαλκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχαλκωμένος
|