εργοφυσιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοφυσιολογία οι εργοφυσιολογίες
      γενική της εργοφυσιολογίας των εργοφυσιολογιών
    αιτιατική την εργοφυσιολογία τις εργοφυσιολογίες
     κλητική εργοφυσιολογία εργοφυσιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργοφυσιολογία < έργο + -ο- + φυσιολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exercise physiology)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργοφυσιολογία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]