ερημωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ερημωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ερημώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερημωμένος
|
ερημωμένος, -η, -ο
|