ερμίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερμίνα οι ερμίνες
      γενική της ερμίνας των ερμινών
    αιτιατική την ερμίνα τις ερμίνες
     κλητική ερμίνα ερμίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια ερμίνα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερμίνα < (λόγιο δάνειο) γαλλική hermine + κατάληξη θηλυκού < λατινική Armenius < αρχαία ελληνική Ἀρμένιος[1]. Δείτε και άλλες εκδοχές στο ermine στο αγγλικό Βικιλεξικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɾˈmi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐μί‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερμίνα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μικρό σαρκοφάγο θηλαστικό
  2. (ενδυμασία) η γούνα αυτού του ζώου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]