ετεροκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ετεροκίνητος, -η, -ο
- που δεν κινείται από μόνος του
- βαλτός, που ενεργεί κατ'εντολή τρίτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροκίνητος
|