ετεροκαταστροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
ετεροκαταστροφικός < ετερο- + καταστροφικός, -ή, -ό
Επίθετο[επεξεργασία]
(ψυχολογία) ετεροκαταστροφικός (el), -ή, -ό
- βλαπτικός για τους άλλους, συχνά σωματικά-φυσικά ή ψυχικά-ψυχολογικά