ετοιμασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετοιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ετοιμάζω, ετοιμάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ετοιμασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ετοιμάζομαι