ευγενές αέριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
γενική | του | ευγενούς αερίου | των | ευγενών αερίων |
αιτιατική | το | ευγενές αέριο | τα | ευγενή αέρια |
κλητική | ευγενές αέριο | ευγενή αέρια | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευγενές αέριο < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Edelgas < edel (ευγενής) + Gas (αέριο)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ευγενές αέριο ουδέτερο
- (χημεία) μονοατομικά χημικά στοιχεία που δεν αντιδρούν με άλλα στοιχεία κάτω από κανονικές συνθήκες
Λίστα ευγενών αερίων[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)