ευπρόσβλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπρόσβλητος η ευπρόσβλητη το ευπρόσβλητο
      γενική του ευπρόσβλητου της ευπρόσβλητης του ευπρόσβλητου
    αιτιατική τον ευπρόσβλητο την ευπρόσβλητη το ευπρόσβλητο
     κλητική ευπρόσβλητε ευπρόσβλητη ευπρόσβλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπρόσβλητοι οι ευπρόσβλητες τα ευπρόσβλητα
      γενική των ευπρόσβλητων των ευπρόσβλητων των ευπρόσβλητων
    αιτιατική τους ευπρόσβλητους τις ευπρόσβλητες τα ευπρόσβλητα
     κλητική ευπρόσβλητοι ευπρόσβλητες ευπρόσβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευπρόσβλητος < ευ- + προσβάλλω (παθ.αόρ. προσβλή-θηκα) + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ευπρόσβλητος, -η, -ο

  • που εύκολα μπορεί κανείς να του επιτεθεί αποτελεσματικά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]