ευσυνειδησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευσυνειδησία οι ευσυνειδησίες
      γενική της ευσυνειδησίας των ευσυνειδησιών
    αιτιατική την ευσυνειδησία τις ευσυνειδησίες
     κλητική ευσυνειδησία ευσυνειδησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευσυνειδησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐσυνειδησία (καθαρή συνείδηση) < εὖ + συνείδησις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ef.si.ni.ðiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐συ‐νει‐δη‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευσυνειδησία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]