ζαμανφουτίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαμανφουτίστικος < ζαμαφουτίστ(ας) + -ικος [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζαμανφουτίστικος, -η, -ο
- που αναφέρεται ή ταιριάζει σε κάποιον που είναι ζαμανφουτίστας
- ↪ Αυτός έχει πολύ ζαμανφουτιστικό φέρσιμο.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ζαμανφουτίστικα (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη ζαμάν φου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαμανφουτίστικος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ζαμανφουτίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας