ζατρίκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζατρίκιο < ελληνιστική κοινή ζατρίκιον < μέση περσική 𐭰𐭠𐭲𐭫𐭠𐭭𐭢 (cʾtlʾng / čatrang, σκάκι) < σανσκριτική चतुरङ्ग (caturaṅga, τέσσερα τμήματα ενός στρατού: βασιλιάς, ελέφαντες, άλογα, πεζικάριοι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζατρίκιο ουδέτερο
- (λόγιο, παρωχημένο) το σκάκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζατρίκιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση περσική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σκάκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)