ζαχαράτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαράτο τα ζαχαράτα
      γενική του ζαχαράτου των ζαχαράτων
    αιτιατική το ζαχαράτο τα ζαχαράτα
     κλητική ζαχαράτο ζαχαράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαχαράτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζαχαράτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /za.xaˈɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρά‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζαχαράτο ουδέτερο

  • γλυκό φτιαγμένο με ζάχαρη
    ※  Έχω και τρία ζαχαράτα – τα θέλεις έκαν δελεαστικά ό μεγάλος Ο Γιωβάν πέταξε μπρός, άκατάδεχτα, τό κάτω του χείλι. – Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε γιά τό άσπρο σου τυρί! άποκρίθηκε. Τό κάνω για σένα, Αποστόλη.
    Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, 2014 [1]
    ※  «Ζαχαράτα!» φώναξε Ο μικρός πωλητής, που δε θα 'ταν πάνω από εφτά ή οκτώ χρονών, στράφηκε αμέσως να δείξει το εμπόρευμά του. «Ζαχαράτο απλό, δυο παράδες, Ζαχαράτο πλάκα, πέντε παράδες. Γλειφιτζούρι, οχτώ».
    Τατιάνα Αβέρωφ, Το ξέφωτο, 2000 [2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ζαχαράτο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ζαχαράτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζαχαράτος