ζηλεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζηλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζηλεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζηλεμένος αρσενικό
- που όλος ο κόσμος επιθυμεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζηλεμένος
|