ζοχάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζοχάδα | οι | ζοχάδες |
γενική | της | ζοχάδας | των | ζοχάδων |
αιτιατική | τη | ζοχάδα | τις | ζοχάδες |
κλητική | ζοχάδα | ζοχάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζοχάδα < μεσαιωνική ελληνική ζοχάδες < ελληνιστική κοινή ἐσοχάδες < ἐσοχή < εἰσοχή < αρχαία ελληνική εἰσέχω < ἔχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζοχάδα θηλυκό
- η αιμορροΐδα
- (μεταφορικά) η κακή διάθεση που εκδηλώνεται με εκνευρισμό
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ζοχάδας
- ζοχαδιάζω
- ζοχαδιακός
- ζοχαδιάρης
- → δείτε τις λέξεις εσοχή και έχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμορροΐδα
→ δείτε τη λέξη αιμορροΐδα |
η κακή διάθεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)