ζοχάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζοχάδα οι ζοχάδες
      γενική της ζοχάδας των ζοχάδων
    αιτιατική τη ζοχάδα τις ζοχάδες
     κλητική ζοχάδα ζοχάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζοχάδα < μεσαιωνική ελληνική ζοχάδες < ελληνιστική κοινή ἐσοχάδες < ἐσοχή < εἰσοχή < αρχαία ελληνική εἰσέχω < ἔχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζοχάδα θηλυκό

  1. η αιμορροΐδα
  2. (μεταφορικά) η κακή διάθεση που εκδηλώνεται με εκνευρισμό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]