ζωεμπορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωεμπορικός, -ή, -ό
- σχετικός με το ζωεμπόριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωεμπορικός
|
ζωεμπορικός, -ή, -ό
|