ζωοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωοτεχνικός < ζωοτεχνία
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωοτεχνικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη ζωοτεχνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοτεχνικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωοτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό
- εμπειρογνώμονας ειδικευμένος στη ζωοτεχνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοτεχνικός