ζωοφοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζωοφοβικός
- που φοβάται τα ζώα σε παθολογικό βαθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζωοφοβικός
|
ζωοφοβικός
|