ηθικοθρησκευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηθικοθρησκευτικός < ηθικός + θρησκευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηθικοθρησκευτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηθικοθρησκευτικός
|