ηλεκτρολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρολογικός < ηλεκτρολόγος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλεκτρολογικός
- σχετικός με την ηλεκτρολογία και τον ηλεκτρολόγο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ηλεκτρολόγος, ήλεκτρο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρολογικός