ημαρτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημαρτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αμαρτάνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ημαρτημένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημαρτημένος
|