θεόκλειστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θεόκλειστος, -η, -ο
- (για να δοθεί έμφαση) εντελώς κλειστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεόκλειστος
|