θορυβημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θορυβημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θορυβώ
Μετοχή[επεξεργασία]
θορυβημένος, -η, -ο
- που έχουν ταραχτεί από μια συγκεκριμένη ενέργεια ή είδηση, ταραγμένος, έντονα ενοχλημένος, ανήσυχος που σκέφτεται πώς να αντιδράσει στην ενόχληση ή απειλή