θυροκολλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θυροκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυροκολλώ
Μετοχή[επεξεργασία]
θυροκολλημένος, -η, -ο
- που έχει θυροκολληθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θυροκολλημένος
|