θυροτηλέφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θυροτηλέφωνο ουδέτερο
- τηλέφωνο με το οποίο επικοινωνούν οι ένοικοι μιας οικίας με κάποιον που βρίσκεται στην εξώπορτα, έξω από τη θύρα της οικίας